διαφορώ

διαφορώ
διαφορῶ (-έω) (AM)
μσν.
έχω όφελος, είμαι κερδισμένος
αρχ.
1. διασκορπίζω, διαδίδω («κλέος εὐρὺ διὰ ξεῑνοι φορέουσι», Οδ.)
2. παίρνω κάτι και φεύγω
3. λεηλατώ, διαρπάζω
4. κατασπαράσσω, ξεσκίζω
5. μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλον
6. εκκρίνω με τον ιδρώτα
7. (για αρρώστια) διαλύω, εξαλείφω με φάρμακα
8. εξασθενίζω
9. παθ. φιλονικώ
10. (στη λογική) «αξίωμα διαφορούμενον» — υποθετική πρόταση
11. φρ. «διαφοροῡμαι τὴν γνώμην ὑπό τινος» — τρελαίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διαφορῶ — διαφορέω spread abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres ind act 1st sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres subj act 1st sg (attic epic doric) διαφορέω spread abroad pres ind act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφόρω — διάφορος different masc/fem/neut nom/voc/acc dual διάφορος different masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφόρῳ — διάφορος different masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφόρωι — διαφόρῳ , διάφορος different masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιαφόρετος — η, ο [διαφορώ] 1. αυτός που δεν παρέχει διάφορο, δηλαδή ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, άσκοπος, άχρηστος 2. επίρρ. αδιαφόρετα χωρίς κέρδος ή χωρίς τόκο …   Dictionary of Greek

  • αδιαφόρητος — (I) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [διαφορῶ] αυτός που δεν περνά από τους πόρους τού σώματος, δεν εξατμίζεται ή δεν αποβάλλεται με την εφίδρωση. (II) η, ο (Α ἀδιαφόρητος, ον) [ἀδιαφορῶ] αδιαφόρετος, αδιάφορος …   Dictionary of Greek

  • ευμέλεια — η (Α εὐμέλεια) [εὐμελής] 1. μελωδικότητα, μουσικότητα, αρμονικότητα («φύσει διαφόρῳ προς εὐμέλειαν κεχορηγημένον», Διόδ.) 2. ευφωνία, μελωδική γλώσσα, ευρυθμία στον λόγο («τὶ οὖν ἦν ἄτοπον εἰ καὶ Δημοσθένει φροντὶς εὐφωνίας τε καὶ εὐμελείας… …   Dictionary of Greek

  • προδιαφορώ — Μ χωνεύω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαφορῶ «διαλύω, εξαλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • προσδιαφορώ — έω, Α εκβάλλω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαφορῶ «διασπείρω, μεταφέρω, απάγω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαφορώ — έω, ΜΑ διασκορπίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαφορῶ «διασκορπίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”